- ηλεκτρόμετρο
- το(φυσ.), ειδικό όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση των ηλεκτρικών τάσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλεκτρόμετρο — Όργανο που μετρά τη διαφορά ηλεκτρικού δυναμικού. Βλ. λ. ηλεκτρισμός. * * * το γενικός χαρακτηρισμός διαφόρων οργάνων μετρήσεως ηλεκτρικών μεγεθών χωρίς να απαιτείται διέλευση ρεύματος από τα όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
βολτόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού. Τα όργανα για την ηλεκτροστατική μέτρηση της διαφοράς δυναμικού (ηλεκτροστατικές δυνάμεις) βασίζονται στο φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής. Ονομάζονται και… … Dictionary of Greek
Καβάλο, Τιμπέριο — (Tiberio Cavallo, Νάπολη 1749 – Λονδίνο 1809). Ιταλός φυσικός. Aπό το 1771 ζούσε στο Λονδίνο, όπου, αργότερα, έγινε μέλος της Βασιλικής Εταιρείας. Επινόησε ένα μικρόμετρο και ένα ηλεκτρόμετρο και πραγματοποίησε πολλά πειράματα με χαρταετούς για… … Dictionary of Greek
Κιουρί, Πιέρ και Μαρί — (Pierre Curie, Παρίσι 1859 – 1906· Marie Curie, Βαρσοβία 1867 – Σανσελέμος, Σαβοΐα 1934). Ζευγάρι Γάλλων επιστημόνων, η φήμη των οποίων συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ανακάλυψη του ραδίου και τις θεμελιώδεις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Ο Πιερ Κ.… … Dictionary of Greek
Λιπμάν, Γκαμπριέλ — (Gabriel Lippmann, Χάλεριχ, Λουξεμβούργο 1845 – 1921). Γάλλος φυσικός και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στην École Normale του Παρισιού και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Βερολίνο. Από το 1883 διετέλεσε καθηγητής των… … Dictionary of Greek
μονοχρωματιστήρας — Συσκευή που έχει προορισμό να απομονώνει από δέσμη φωτεινών ακτινοβολιών μια ακτινοβολία δεδομένου μήκους κύματος, δηλαδή δεδομένου χρώματος (μονοχρωματικό φως)· κατ’ επέκταση, μ. καλείται και κάθε συσκευή ικανή να διαχωρίζει μια δέσμη ομοιογενών … Dictionary of Greek
Ντόλεζαλεκ, Φρίντριχ — (Friedrich Dolezalek, Στσίγκετ 1873 – Βερολίνο 1920). Γερμανός ηλεκτροτεχνικός. Αφού σπούδασε φυσικοχημεία και ηλετροχημεία στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, αφοσιώθηκε με ζήλο στη μελέτη του ρεύματος υψηλής συχνότητας. Διετέλεσε καθηγητής της… … Dictionary of Greek
Σοσίρ — (Saussure). Επώνυμο δύο Ελβετών επιστημόνων. 1. Οράτιος Βενέδικτος ντε (1740 – 1799). Φυσιολόγος. Ανάλαβε μια σειρά επιστημονικά ταξίδια στις Άλπεις και πήρε μέρος σε δυο αναρριχήσεις στο Λευκό Όρος. Σε όλες τις περιπτώσεις έκανε πολλές… … Dictionary of Greek